- ὀνοματουργός
- ὀνοματουργόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονοματουργός — ὀνοματουργός, ὁ (Α) ονοματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, ατος + ουργός*] … Dictionary of Greek
КРАТИЛ — «КРАТИЛ» (Κρατύλος ἢ περὶ ὀρθότητος ὀνομάτων, подзаголовок: «О правильности имен»), диалог Платона «средней» группы, посвященный популярной среди софистов 5 в. до н. э. проблеме «правильности имен». Собеседники Сократа Гермоген и философ… … Античная философия
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ονοματουργία — ὀνοματουργία, ἡ (Α) [ονοματουργός] σχηματισμός ονομάτων, δημιουργία λέξεων … Dictionary of Greek
ονοματουργώ — ὀνοματουργῶ, έω (Α) [ονοματουργός] ονοματοποιώ … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
ὀνοματουργοῦ — ὀνοματουργέω pres imperat mp 2nd sg (attic) ὀνοματουργέω imperf ind mp 2nd sg (attic) ὀνοματουργός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοματουργῶν — ὀνοματουργέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὀνοματουργός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)